μισόδουλος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισόδουλος]], ον (ΑΜ)<br />αυτός που μισεί τους δούλους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόδουλον</i><br />[[ονομασία]] του φυτού ώκιμον, ο [[βασιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]] ( | |mltxt=[[μισόδουλος]], ον (ΑΜ)<br />αυτός που μισεί τους δούλους<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μισόδουλον</i><br />[[ονομασία]] του φυτού ώκιμον, ο [[βασιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[δοῦλος]] ([[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δουλος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A hating slaves: ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Gp.11.28.1, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόδουλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Γεωπ. 11. 28.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
s.e. βοτάνη;
autre nom de la plante ὤκιμον.
Étymologie: μισέω, δοῦλος.
Greek Monolingual
μισόδουλος, ον (ΑΜ)
αυτός που μισεί τους δούλους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον
ονομασία του φυτού ώκιμον, ο βασιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δοῦλος (πρβλ. φιλό-δουλος)].