νοσφίδιος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nosfidios | |Transliteration C=nosfidios | ||
|Beta Code=nosfi/dios | |Beta Code=nosfi/dios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[clandestine]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>187</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 05:20, 24 August 2022
English (LSJ)
α, ον, clandestine, Hes.Fr.187.
Greek (Liddell-Scott)
νοσφίδιος: -α, -ον, κρύφιος, μυστικός, λαθραῖος, Ἡσίοδ. παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. σ. 45. - Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσφίδιον· κλοπιμαῖον, λαθραῖον».
Greek Monolingual
νοσφίδιος, -ία, -ον (Α)
1. απομακρυσμένος, μακρινός
2. κρυφός, μυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)].
Russian (Dvoretsky)
νοσφίδιος: (ῐδ) удаленный, скрытый (ἔργα Hes.).