ξενολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον [[μετὰ]] πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[ξενολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», <b>Διόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενολόγος Medium diacritics: ξενολόγος Low diacritics: ξενολόγος Capitals: ΞΕΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: xenológos Transliteration B: xenologos Transliteration C: ksenologos Beta Code: cenolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον, A enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23 ; title of a comedy by Menander.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².

Greek Monolingual

ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].

Greek Monotonic

ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ξενολόγος: производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut.

Middle Liddell

ξενο-λόγος, ον, λέγω
levying mercenaries, Polyb.