οἰκοδέκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκοδέκτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[πλανήτης]] στην [[επικράτεια]] του οποίου βρίσκεται [[άλλος]] [[πλανήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέκτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=[[οἰκοδέκτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[πλανήτης]] στην [[επικράτεια]] του οποίου βρίσκεται [[άλλος]] [[πλανήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέκτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[θεοδέκτωρ]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, Astrol., A a planet in whose domicile another planet happens to be, Vett.Val.186.15, Paul.Al.F.2, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).206, PMich. in Class.Phil.22.13.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέκτωρ: -ορος, ὁ, λέξις ἀστρολογική, σημαίνουσα οἰκοδεσπότην, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Ἀλεξανδρ., πρβλ. οἰκοδέγμων.
Greek Monolingual
οἰκοδέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
πλανήτης στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέκτωρ.