νηοσόος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=niosoos | |Transliteration C=niosoos | ||
|Beta Code=nhoso/os | |Beta Code=nhoso/os | ||
|Definition=poet. νηοσσόος, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[protecting ships]], | |Definition=poet. νηοσσόος, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[protecting ships]], [[Ἄρτεμις]], [[Ἀπόλλων]], <span class="bibl">A.R.1.570</span>, <span class="bibl">2.927</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:40, 1 January 2021
English (LSJ)
poet. νηοσσόος, ον, A protecting ships, Ἄρτεμις, Ἀπόλλων, A.R.1.570, 2.927.
Greek (Liddell-Scott)
νηοσόος: ποιητικ. νηοσσόος, ον, ὁ προστατεύων, σῴζων τὰ πλοῖα, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 570, κτλ.
Greek Monolingual
νηοσόος και ποιητ. τ. νηοσσόος, -ον (Α)
αυτός που προστατεύει, που σώζει τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -σόος, (< σόος, ιων. τ. του επιθέτου σώος «σωτήριος, υγιής»), πρβλ. μελισσο-σόος, οικο-σόος.