προβατοδόρας: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=provatodoras | |Transliteration C=provatodoras | ||
|Beta Code=probatodo/ras | |Beta Code=probatodo/ras | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, [[sheep-flayer]], name of the month [[Αηναιών]], Procl.ad <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>502</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, sheep-flayer, name of the month Αηναιών, Procl.ad Hes.Op.502.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοδόρας: -ου, ὁ, ὁ ἐκδέρων τὰ πρόβατα, ἕτερον ὄνομα τοῦ μηνὸς Ληναιῶνος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ο γδάρτης προβάτων
2. άλλη ονομασία για τον μήνα του ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος του αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -δόρας / -δόρος (< δορός / δορά < δέρω «γδέρνω»)].