προνομεία: Difference between revisions
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pronomeia | |Transliteration C=pronomeia | ||
|Beta Code=pronomei/a | |Beta Code=pronomei/a | ||
|Definition=ἡ, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> προνομή ''1'') [[going out to forage]] or [[plunder]], <span class="bibl">Plb.4.68.3</span> (v.l. [[προνομαί]]): rejected by Thom.Mag.<span class="bibl">p.275</span> R.</span> | |Definition=ἡ, (<span class="sense"><span class="bld">A</span> προνομή ''1'') [[going out to forage]] or [[plunder]], <span class="bibl">Plb.4.68.3</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[προνομαί]]): rejected by Thom.Mag.<span class="bibl">p.275</span> R.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:46, 11 January 2022
English (LSJ)
ἡ, (A προνομή 1) going out to forage or plunder, Plb.4.68.3 (v.l. προνομαί): rejected by Thom.Mag.p.275 R.
German (Pape)
[Seite 736] ἡ, Fouragirung, Plünderung, Suid. erkl. σκύλευσις.
Greek (Liddell-Scott)
προνομεία: ἡ, (προνομὴ Ι) στρατιωτικὴ ἐκδρομὴ εἰς τὴν χώραν τῶν πολεμίων πρὸς ἁρπαγὴν φορβῆς ἢ πρὸς σκύλευσιν ἢ ἁρπαγὴν τροφῆς, διαρπαγή, σκύλευσις, λεηλασία, ἐπισιτισμὸς ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν δι’ ἁρπαγῆς, Πολύβ. 4. 68, 3 (διάφ. γρ. προνομαί), Θωμ. Μάγιστρ. 742 (ἔνθα προνομία), πρβλ. Μοῖρ. 304 ἐν λ. προνομεύειν, ἔνθα ἴδε σημ. τοῦ ἐκδότου.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προνομεύω
η διαρπαγή αγαθών από εχθρική χώρα, με σκοπό την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών του στρατεύματος.
Russian (Dvoretsky)
προνομεία: ἡ pl. (хищническое) снятие урожая, опустошение (чужих) полей Polyb.