σπευστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
|elrutext='''σπευστικός:''' [[торопливый]] (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.
|elnltext=σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.
}}
}}

Revision as of 13:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστικός Medium diacritics: σπευστικός Low diacritics: σπευστικός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: speustikós Transliteration B: speustikos Transliteration C: spefstikos Beta Code: speustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A hasty, Arist.EN1125a14. Adv. -κῶς EM738.27.

German (Pape)

[Seite 921] eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστικός: -ή, -όν, σπεύδων, «βιαστικός», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπευστός
αυτός που σπεύδει, βιαστικός.
επίρρ...
σπευστικῶς
βιαστικά.

Russian (Dvoretsky)

σπευστικός: торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.