συναναπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synanapipto
|Transliteration C=synanapipto
|Beta Code=sunanapi/ptw
|Beta Code=sunanapi/ptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[concubo]], Gloss.</span>
|Definition=[[concubo]], Gloss.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπίπτω Medium diacritics: συναναπίπτω Low diacritics: συναναπίπτω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synanapíptō Transliteration B: synanapiptō Transliteration C: synanapipto Beta Code: sunanapi/ptw

English (LSJ)

concubo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].