σφυροπέλεκυς: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfyropelekys
|Transliteration C=sfyropelekys
|Beta Code=sfurope/lekus
|Beta Code=sfurope/lekus
|Definition=εως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hammer-axe]], IG12.313.132.</span>
|Definition=εως, ὁ, [[hammer-axe]], IG12.313.132.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ελέκεως, ο, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] του οποίου το ένα [[άκρο]] έχει [[σχήμα]] σφύρας ενώ το [[άλλο]] [[σχήμα]] πελέκεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] σκεπαρνιού με [[σχισμή]] στο [[κέντρο]] της λεπίδας του για την [[εξαγωγή]] καρφιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφῦρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκυς]].
|mltxt=-ελέκεως, ο, ΝΑ<br />[[εργαλείο]] του οποίου το ένα [[άκρο]] έχει [[σχήμα]] σφύρας ενώ το [[άλλο]] [[σχήμα]] πελέκεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] σκεπαρνιού με [[σχισμή]] στο [[κέντρο]] της λεπίδας του για την [[εξαγωγή]] καρφιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφῦρα]] <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκυς]].
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῡροπέλεκυς Medium diacritics: σφυροπέλεκυς Low diacritics: σφυροπέλεκυς Capitals: ΣΦΥΡΟΠΕΛΕΚΥΣ
Transliteration A: sphyropélekys Transliteration B: sphyropelekys Transliteration C: sfyropelekys Beta Code: sfurope/lekus

English (LSJ)

εως, ὁ, hammer-axe, IG12.313.132.

Greek Monolingual

-ελέκεως, ο, ΝΑ
εργαλείο του οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεως
νεοελλ.
είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο της λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς.