σύρριζος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύρριζος''': -ον, ὁ ἐρριζωμένος [[ὁμοῦ]], ὁ | |lstext='''σύρριζος''': -ον, ὁ ἐρριζωμένος [[ὁμοῦ]], ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[φυτό]] ή [[τμήμα]] φυτού)<br /><b>1.</b> ο ενωμένος με τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ [[πεδίον]] σύρριζον», Ιππιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρίζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>ριζος</i>]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[φυτό]] ή [[τμήμα]] φυτού)<br /><b>1.</b> ο ενωμένος με τις ρίζες<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ [[πεδίον]] σύρριζον», Ιππιατρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρίζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>έν</i>-<i>ριζος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 20 April 2021
English (LSJ)
ον, A joined to the root, root and all, Sch.rec.S.El.512, Eust.93.5. 2 well supplied with roots, ποιῆσαι τὸν ἵππον . . χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σ. Hippiatr.10.
Greek (Liddell-Scott)
σύρριζος: -ον, ὁ ἐρριζωμένος ὁμοῦ, ὁ μετὰ τῆς ῥίζης, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 512, Εὐστ. Ἰλ. Α. 235.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για φυτό ή τμήμα φυτού)
1. ο ενωμένος με τις ρίζες
2. αυτός που έχει αφθονία ριζών («ποιῆσαι τὸν ἵππον... χλωροφαγῆσαι ἐπὶ πεδίον σύρριζον», Ιππιατρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ρίζος (< ῥίζα), πρβλ. έν-ριζος].