τηκόλιθος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(για [[φάρμακο]]) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ( | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(για [[φάρμακο]]) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ([[πρβλ]]. [[φιλόλιθος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, A dissolving stones, of a remedy for the stone, Plin. HN36.143, Aët.12.64, Paul.Aeg.3.45. II a gem, Plin.HN37.184.
Greek (Liddell-Scott)
τηκόλῐθος: -ον, ὁ τήκων ἢ διαλύων λίθους, φάρμακον θρυπτικὸν τῶν ἐν νεφροῖς λίθων, Παῦλ. Αἰγ. 7, Ἀέτ. 2, 19. - Ἦν δὲ ὁ τηκόλιθος, λίθος ἐν Συρίᾳ τῆς Παλαιστίνης εὑρισκόμενος, λευκὸς τὴν χρόαν, ὠνομάζετο δὲ καὶ Ἰουδαϊκός.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(για φάρμακο) αυτός που διαλύει τις πέτρες τών νεφρών
αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήκω + λίθος (πρβλ. φιλόλιθος)].