φιλοτάραχος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοτάραχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι ταραχές<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί ταραχές, [[ταραχοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τάραχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ταραχή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[φιλοτάραχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι ταραχές<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί ταραχές, [[ταραχοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[τάραχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ταραχή]]), [[πρβλ]]. [[πολυτάραχος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:21, 25 August 2021
English (LSJ)
[τᾰ], ον, A tumultuous, φ. χρῆμα ὁ δῆμος Men.Prot.p.66 D.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοτάρᾰχος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ταραχήν, θορυβώδης, φιλοτάραχον χρῆμα ὁ δῆμος Μενάνδρ. Ἱστ. σ. 430, 12, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλοτάραχος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι ταραχές
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυτάραχος.