φουρνοπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῦρνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῦρνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[χοοπλάστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A potter, gloss on ἰπνοπλάθης, Tim.Lex.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, der Töpfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φουρνοπλάστης: -ου, ὁ, κεραμεύς, Τιμ. Λεξ. 149 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἰπνοπλάθαι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που πλάθει φούρνους, που κατασκευάζει φούρνους με πηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῦρνος + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. χοοπλάστης.