χαμαίπους: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» [[Πολυδ]] Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ [[νύμφη]], [[χαμαίπους]] ἐλέγετο» Γ΄, 40.
|lstext='''χᾰμαίπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ [[νύμφη]], [[χαμαίπους]] ἐλέγετο» Γ΄, 40.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(συν. για [[νύφη]]) αυτός που πορεύεται [[πεζός]] («[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]], <i>ὑψί</i>-[[πους]]].
|mltxt=-ουν, Α<br />(συν. για [[νύφη]]) αυτός που πορεύεται [[πεζός]] («[[χαμαίπους]], ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη [[νύμφη]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτί</i>-[[πους]], <i>ὑψί</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 17:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίπους Medium diacritics: χαμαίπους Low diacritics: χαμαίπους Capitals: ΧΑΜΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chamaípous Transliteration B: chamaipous Transliteration C: chamaipous Beta Code: xamai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, A going on foot, Poll.2.195,3.40.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ πεζῆ πορευόμενος, «χαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη» Πολυδ Β΄, 195· «εἰ δὲ πεζὴ ἀφίκοιτο ἡ νύμφη, χαμαίπους ἐλέγετο» Γ΄, 40.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(συν. για νύφη) αυτός που πορεύεται πεζόςχαμαίπους, ἡ οὐκ ἐπὶ ζεύγους κομιζομένη νύμφη», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀρτί-πους, ὑψί-πους].