ἀκατάληκτος: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταλήγω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταλήγω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:45, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A incessant, γένεσις Ocell.4.2, cf. Arr.Epict.1.17.3, Procl.in Prm.p.873 S., etc. Adv. -τως Agathin. ap. Orib. 10.7.26. II acatalectic, in prosody, Heph.4, Aristid. Quint.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάληκτος: -ον, ἀδιάλειπτος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτόθι 2. 23, 46 (ἔνθα ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ ἀκατάληκτος λέγεται ὁ στίχος ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον πόδα ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cesse pas;
2 t. de pros. dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.
Étymologie: ἀ, καταλήγω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inacabable ἄπειρον ἔσται τοῦτο καὶ ἀκατάληκτον de un razonamiento, Arr.Epict.1.17.3
•inacabable, incesante Ocell.44, cf. Procl.in Prm.1119.
2 métr. acataléctico verso cuyo último pie está completo, Heph.4.1, Aristid.Quint.46.9, Diom.1.502.8, Mar.Vict.6.61.8.
II adv. -ως incesantemente Agathin. en Orib.10.7.27.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάληκτος, -ον) και ακατάληχτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέληξε κάπου, που έμεινε ατέλειωτος
2. γραμμ. εκείνος που δεν έχει κατάληξη (αποδίδεται στα ονόματα της γ' κλίσεως, τα οποία σχηματίζουν την ονομαστική τους μόνο από το θέμα, χωρίς προσθήκη καταταλήξεως)
αρχ.
ο αδιάλειπτος, ο ακατάπαυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + καταλήγω.
ΠΑΡ. ακαταληξία].
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάληκτος:
1) не имеющий конца Diog. L.;
2) стих. неусеченный, акаталектический (μέτρον).