ἀμορβεύω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμορβεύω''': ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, | |lstext='''ἀμορβεύω''': ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀποσπ. 35: - Μέσ., [[κάμνω]] ἢ ἀφίνω τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, ὁ αὐτ. Θ. 349· ὁ Ἀντίμ. (15) παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Δύμη ἔχει ἀμορβέω. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:40, 20 April 2021
English (LSJ)
A follow, attend, c. dat., Nic.Fr.90:—Med., let follow, make follow, Id.Th. 349:—ἀμορβέω, Antim.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμορβεύω: ἀκολουθῶ, ὑπηρετῶ, μετὰ δοτ., Νικ. Ἀποσπ. 35: - Μέσ., κάμνω ἢ ἀφίνω τινὰ νὰ ἀκολουθήσῃ, ὁ αὐτ. Θ. 349· ὁ Ἀντίμ. (15) παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Δύμη ἔχει ἀμορβέω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμορμεύω Zonar., EM 1103
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [impf. iter. ἀμορβεύεσκεν Call.Fr.271]
1 seguir, acompañar σὺν δ' ἡμῖν ὁ πελαργὸς ἀμορβεύεσκεν ἀλοίτης Call.l.c., cf. Hsch.
•de ahí cuidar c. dat., Nic.Fr.90.
2 v. med. cargar ἀμορβεύοντο λεπάργῳ δῶρα cargaron los regalos en un burro Nic.Th.349.
Greek Monolingual
ἀμορβεύω (Α) ἀμορβός
1. επιτηρώ, προσέχω
2. παθ. ακολουθώ, υπηρετώ.