ἀντευπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντευπάσχω''': καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν [[διῃρημένως]], ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ [[οὐδέποτε]] συντίθεται ἀπ’ εὐθείας [[μετὰ]] ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.
|lstext='''ἀντευπάσχω''': καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν [[διῃρημένως]], ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ [[οὐδέποτε]] συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:45, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντευπάσχω Medium diacritics: ἀντευπάσχω Low diacritics: αντευπάσχω Capitals: ΑΝΤΕΥΠΑΣΧΩ
Transliteration A: anteupáschō Transliteration B: anteupaschō Transliteration C: antefpascho Beta Code: a)nteupa/sxw

English (LSJ)

and ἀντευ-ποιέω are by recent edd. written divisim ἀντ' εὖ π. (v. Pl.Grg.520e, X.An.5.5.21, D.20.124), on the ground that εὖ never enters into direct composition with Verbs, A v. εὖ fin.; but ἀντευποιεῖν is read in Arist.EN1179a28, Rh. 1374a24.

German (Pape)

[Seite 248] Wohlthaten dagegen empfangen; Plat. Gorg. 520 e ἀντ' εὖ πείσεται zu schreiben, vgl. Stallbaum zum a. O.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντευπάσχω: καὶ ἀντευποιέω γράφονται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν διῃρημένως, ἀντ’ εὖ π. (ἴδε Πλάτ. Γοργ. 520Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 21, Δημ. 494. 22), ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ εὖ οὐδέποτε συντίθεται ἀπ’ εὐθείας μετὰ ῥημάτων, ἴδε εὖ ἐν τέλει· ἀλλ’ ὁ Βέκκ. διατηρεῖ τὸ ἀντευποιεῖν ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 13, Ρητ. 1. 13, 12.

Spanish (DGE)

v. ἀντί A.

Greek Monolingual

ἀντευπάσχω (Α)
μου ανταποδίδουν ευεργεσία.

Russian (Dvoretsky)

ἀντευπάσχω: преимущ. раздельно получать добро за добро Xen.