ἀπαράτιλτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπαράτιλτος:''' с невыщипанными волосами Arph., Luc. | |elrutext='''ἀπαράτιλτος:''' [[с невыщипанными волосами]] Arph., Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with hairs not pulled out, Ar.Lys. 279, Luc.Salt.5.
German (Pape)
[Seite 280] dem die Haare nicht ausgerauft sind, Ar. Lys. 279; Luc. Saltat. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράτιλτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων τὰς τρίχας παρατετιλμένας, μαδημένας, πινῶν, ῥυπῶν, ἀπαράτιλτος Ἀριστοφ. Λυσ. 279, Λουκ. π. Ὀρχ. 5.
Spanish (DGE)
-ον
no depilado de pers., Ar.Lys.279, Luc.Salt.5.
Greek Monolingual
ἀπαράτιλτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ' το κεφάλι»].
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράτιλτος: с невыщипанными волосами Arph., Luc.