ἀπαραφύλακτος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)parafu/laktos | |Beta Code=a)parafu/laktos | ||
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be guarded against]], Sch.<span class="bibl">Il.11.297</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from Med.) [[careless]], [[heedless]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>657</span>.</span> | |Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not to be guarded against]], Sch.<span class="bibl">Il.11.297</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (from Med.) [[careless]], [[heedless]], Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>657</span>.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[imprevisto]] (ἄελλα) Sch.<i>Il</i>.11.297.<br /><b class="num">2</b> [[desprevenido]] εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.<i>Hipp</i>.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[descuidadamente]], [[desprevenidamente]] ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.<br /><b class="num">2</b> [[sin cuidado]], [[sin escrúpulos]] ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe</i> Eus.<i>HE</i> 4.7.7, cf. <i>DE</i> 1.6 (p.25.5). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραφύλακτος''': -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. -τως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7. | |lstext='''ἀπαραφύλακτος''': -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) [[ἀμελής]], [[ἀπρόσεκτος]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. -τως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαραφύλακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φυλάει [[κανείς]], ο αφύλακτος<br /><b>2.</b> [[απρόσεκτος]], [[αμελής]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπαραφύλακτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον φυλάει [[κανείς]], ο αφύλακτος<br /><b>2.</b> [[απρόσεκτος]], [[αμελής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, A not to be guarded against, Sch.Il.11.297. II (from Med.) careless, heedless, Sch.E.Hipp.657.
Spanish (DGE)
-ον
I 1imprevisto (ἄελλα) Sch.Il.11.297.
2 desprevenido εἰ ἐλήφθην ... ἀ. Sch.E.Hipp.657 (var.), cf. Ephr.Syr.3.212E.
II adv. -ως
1 descuidadamente, desprevenidamente ὅπως οἱ ἰχθύες φεύγοντες ἀ. τοῖς βρόχοις ἐμπέσωσι Aesop.26.3.
2 sin cuidado, sin escrúpulos ἐξομνύμενοι ἀ. τὴν πίστιν renegando sin escrúpulos de la fe Eus.HE 4.7.7, cf. DE 1.6 (p.25.5).
German (Pape)
[Seite 280] unvorsichtig, adv., Aesop. 87; beim Schol. Eur. Hipp. 657 Erkl. von ἄφρακτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραφύλακτος: -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν δύναταί τις νὰ φυλαχθῇ, Γραμμ. ΙΙ. (ἐκ τοῦ μέσ.) ἀμελής, ἀπρόσεκτος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 657. ― Ἐπίρρ. -τως Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 4. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπαραφύλακτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τον παραφυλάσσουν, ακατασκόπευτος
μσν.
1. αυτός που δεν τον φυλάει κανείς, ο αφύλακτος
2. απρόσεκτος, αμελής.