ἀποσταλάζω: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[destilar]] ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX <i>Am</i>.9.13, LXX <i>Il</i>.4.18.<br /><b class="num">2</b> intr. [[gotear de]] οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.<i>Am</i>.45. | |dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[destilar]] ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν [[LXX]] <i>Am</i>.9.13, [[LXX]] <i>Il</i>.4.18.<br /><b class="num">2</b> intr. [[gotear de]] οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.<i>Am</i>.45. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:55, 20 June 2022
English (LSJ)
A = ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).
German (Pape)
[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).
Spanish (DGE)
1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.
Greek Monolingual
ἀποσταλάζω (Α)
1. καθαρίζω με απόσταξη
2. εξαγνίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσταλάζω: Luc. = ἀποστάζω.