ἀρκεύθινος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον<br />[[de enebro]] οἶνος Dsc.5.36, [[ἔλαιον]] Gal.11.520, ξύλα LXX 3<i>Re</i>.6.31, 2<i>Pa</i>.2.7, <i>Hymn.Mag</i>.19b.10 ἀνθρακιαί Aq.<i>Ps</i>.119.4, φυτόν Pall.<i>V.Chrys</i>.18p.117, μονόξυλον <i>PMag</i>.4.2386. | |dgtxt=-η, -ον<br />[[de enebro]] οἶνος Dsc.5.36, [[ἔλαιον]] Gal.11.520, ξύλα [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.31, 2<i>Pa</i>.2.7, <i>Hymn.Mag</i>.19b.10 ἀνθρακιαί Aq.<i>Ps</i>.119.4, φυτόν Pall.<i>V.Chrys</i>.18p.117, μονόξυλον <i>PMag</i>.4.2386. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρκεύθινος]], -η, -ον (Α) [[άρκευθος]]<br />[[καμωμένος]] από τον καρπό ή από [[κλαδί]] της αρκεύθου. | |mltxt=[[ἀρκεύθινος]], -η, -ον (Α) [[άρκευθος]]<br />[[καμωμένος]] από τον καρπό ή από [[κλαδί]] της αρκεύθου. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 20 June 2022
English (LSJ)
η, ον, A of juniper, οἶνος Dsc.5.36. II In LXX, of oleaster, 3 Ki.6.31; of fir, 2 Ch.2.8.
German (Pape)
[Seite 353] von Wachholder gemacht, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκεύθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀρκεύθου, Ἑβδ. (Β΄. Παραλ. β΄, 8).
Spanish (DGE)
-η, -ον
de enebro οἶνος Dsc.5.36, ἔλαιον Gal.11.520, ξύλα LXX 3Re.6.31, 2Pa.2.7, Hymn.Mag.19b.10 ἀνθρακιαί Aq.Ps.119.4, φυτόν Pall.V.Chrys.18p.117, μονόξυλον PMag.4.2386.
Greek Monolingual
ἀρκεύθινος, -η, -ον (Α) άρκευθος
καμωμένος από τον καρπό ή από κλαδί της αρκεύθου.