ἀρτίδροπος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=artidropos | |Transliteration C=artidropos | ||
|Beta Code=a)rti/dropos | |Beta Code=a)rti/dropos | ||
|Definition=ον, = | |Definition=ον, = [[ἀρτιδρεπής]] ([[just plucked]]), v. [[ἀρτίτροπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:02, 16 January 2021
English (LSJ)
ον, = ἀρτιδρεπής (just plucked), v. ἀρτίτροπος.
Spanish (DGE)
-ον
cogido en flor, tierno A.Th.333 (cód.), cf. Eust.Op.335.28.
Greek Monotonic
ἀρτίδροπος: -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίδροπος: досл. недавно сорванный, перен. обесчещенный (Aesch. - v. l. ἀρτίτροπος).