ἐπιβύστρα: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιβύστρα:''' ἡ затычка, пробка Luc. | |elrutext='''ἐπιβύστρα:''' ἡ [[затычка]], [[пробка]] Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:00, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A stopper, stoppage, ὤτων Luc.Lex.1.
German (Pape)
[Seite 931] ἡ, das Verstopfende, der Pfropfen, Luc. Lexiph. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβύστρα: ἡ, ἡ ἐπιβύουσα, ἀποφράττουσα, ἀπέστω δὲ (ἐκ τῶν ὤτων) ἡ ἐπιβύστρα ἡ κυψελὶς Λουκ. Λεξιφ. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bouchon.
Étymologie: ἐπιβύω.
Greek Monolingual
η (Α ἐπιβύστρα)
βύσμα, βούλωμα
νεοελλ.
η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. της λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»].