ἐπικραδαίνω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικραδαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κραδαίνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επισείω]]<br /><b>2.</b> [[κινώ]] βίαια, [[σείω]] [[πάνω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικραδαίνομαι</i><br />άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις | |mltxt=[[ἐπικραδαίνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κραδαίνω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επισείω]]<br /><b>2.</b> [[κινώ]] βίαια, [[σείω]] [[πάνω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπικραδαίνομαι</i><br />άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῖς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραδαίνω]] «[[σείω]] [[δυνατά]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
A wave on high, πέλεκυν Hld.3.1; quiver, τὸ σῶμα πᾶν ἐ. Poll.5.61.
German (Pape)
[Seite 952] darauf, darüber schwanken, Poll. 5, 62.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικρᾰδαίνω: κραδαίνω ἐπί τι, σείω ἐπάνω εἴς τι, τῷ τὸ σῶμα πᾶν ἐπικραδαίνειν, περὶ κυνὸς θηρευτικοῦ ὅταν πλησιάζῃ νὰ εὕρῃ τὸ θήραμα, Πολυδ. Ε΄, 61, Γρήγ. Νύσσ. 2, σ. 74.
Greek Monolingual
ἐπικραδαίνω (Α)
1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω
2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι
3. παθ. ἐπικραδαίνομαι
άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῖς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραδαίνω «σείω δυνατά»].