ἐπικραδαίνω

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰδαίνω Medium diacritics: ἐπικραδαίνω Low diacritics: επικραδαίνω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΔΑΙΝΩ
Transliteration A: epikradaínō Transliteration B: epikradainō Transliteration C: epikradaino Beta Code: e)pikradai/nw

English (LSJ)

wave on high, πέλεκυν Hld.3.1; quiver, τὸ σῶμα πᾶν ἐ. Poll.5.61.

German (Pape)

[Seite 952] darauf, darüber schwanken, Poll. 5, 62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρᾰδαίνω: κραδαίνω ἐπί τι, σείω ἐπάνω εἴς τι, τῷ τὸ σῶμα πᾶν ἐπικραδαίνειν, περὶ κυνὸς θηρευτικοῦ ὅταν πλησιάζῃ νὰ εὕρῃ τὸ θήραμα, Πολυδ. Ε΄, 61, Γρήγ. Νύσσ. 2, σ. 74.

Greek Monolingual

ἐπικραδαίνω (Α)
1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω
2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι
3. παθ. ἐπικραδαίνομαι
άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῖς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κραδαίνω «σείω δυνατά»].