ἐπιχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' радостный, приятный (τινι Aesch.).
|elrutext='''ἐπιχᾰρής:''' [[радостный]], [[приятный]] (τινι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-χᾰρής, ές [[χαρά]]<br />[[gratifying]], [[agreeable]], Aesch.
|mdlsjtxt=ἐπι-χᾰρής, ές [[χαρά]]<br />[[gratifying]], [[agreeable]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 12:28, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχαρής Medium diacritics: ἐπιχαρής Low diacritics: επιχαρής Capitals: ΕΠΙΧΑΡΗΣ
Transliteration A: epicharḗs Transliteration B: epicharēs Transliteration C: epicharis Beta Code: e)pixarh/s

English (LSJ)

ές, A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4. II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.

German (Pape)

[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek Monolingual

ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικόςπόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].

Greek Monotonic

ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).

Middle Liddell

ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.