ἑξάπλευρος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἕξπ- Phryn.388 (pero ἕκπ- cód.)<br />geom. [[de seis lados]], [[hexagonal]] ἐπίπεδον Plot.6.3.14, cf. Hero <i>Metr</i>.1.11, Phryn.l.c., neutr. plu. subst. τὰ ἑξάπλευρα καὶ τετράπλευρα ποιεῖν Basil.M.31.1505C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάπλευρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πλευρές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάπλευρο</i>(<i>ν</i>)<br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἑξάπλευρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πλευρές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξάπλευρο</i>(<i>ν</i>)<br />γεωμετρικό [[σχήμα]] με έξι πλευρές και έξι γωνίες. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 July 2021
English (LSJ)
ον, A with six sides, Plot.6.3.14.
German (Pape)
[Seite 871] sechsseitig, von Phryn. 412 als unatt. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάπλευρος: -ον, ἔχων ἓξ πλευράς, Πλωτῖν. 6. 3, 14.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἕξπ- Phryn.388 (pero ἕκπ- cód.)
geom. de seis lados, hexagonal ἐπίπεδον Plot.6.3.14, cf. Hero Metr.1.11, Phryn.l.c., neutr. plu. subst. τὰ ἑξάπλευρα καὶ τετράπλευρα ποιεῖν Basil.M.31.1505C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἑξάπλευρος, -ον)
1. αυτός που έχει έξι πλευρές
2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν)
γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες.