ἡλιόβολος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡλιόβολος]], -ον)<br />(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηλιοβαρεμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόβολο</i><br />η ηλιακή [[ακτινοβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἡλιόβολος]], -ον)<br />(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο [[ηλιόλουστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ηλιοβαρεμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόβολο</i><br />η ηλιακή [[ακτινοβολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>αεί</i>-<i>βολος</i>, <i>καλλί</i>-<i>βολος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A exposed to the sun, sunny, of places, Thphr.CP4.12.3.
German (Pape)
[Seite 1162] = ἡλιόβλητος, Theophr.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡλιόβολος, -ον)
(για τόπους) ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ηλιόλουστος
νεοελλ.
1. ο ηλιοβαρεμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόβολο
η ηλιακή ακτινοβολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. αεί-βολος, καλλί-βολος].