ὀκνηρία: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "εῑχε" to "εῖχε") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] ( | |mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 25 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
Greek Monolingual
η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῖχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).