ὀφρυόσκιος: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀφρυόσκιος:''' осеняемый бровью ([[ὀφθαλμός]] Arst.). | |elrutext='''ὀφρυόσκιος:''' [[осеняемый бровью]] ([[ὀφθαλμός]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A shaded by the eyebrows, ὀφθαλμός Pl.(Com.?)ap.Arist.Top.140a4 (om. Kock).
German (Pape)
[Seite 428] von den Augenbrauen überschattet, ὀφθαλμός, Arist. top. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυόσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀφρύων σκιαζόμενος, «εἰ μὴ κειμένοις ὀνόμασι χρῆται· οἷον Πλάτων (ὁ Κωμικός;) ὀφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμὸν (ἐξυπ. εἶπεν)» παρ’ Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
ὀφρυόσκιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό-σκιος)].
Russian (Dvoretsky)
ὀφρυόσκιος: осеняемый бровью (ὀφθαλμός Arst.).