ὁμοιοειδής: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιοειδής''': -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ [[συχν]]. [[μετὰ]] διαφ. γραφ. [[ὁμοειδής]].
|lstext='''ὁμοιοειδής''': -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ [[συχν]]. μετὰ διαφ. γραφ. [[ὁμοειδής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:10, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοειδής Medium diacritics: ὁμοιοειδής Low diacritics: ομοιοειδής Capitals: ΟΜΟΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: homoioeidḗs Transliteration B: homoioeidēs Transliteration C: omoioeidis Beta Code: o(moioeidh/s

English (LSJ)

ές, A of like form, species or kind, τινι Isoc.15.178, Arist.Cael.276b5,308b8 (v.l. ὁμοειδής), Epicur.Ep.1p.25U. (v.l. ὁμοειδής) ; τέρατα ὁμοιοειδῆ κανθάρῳ POxy.465.226 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 335] ές, gleichartig, von ähnlichem Ansehen; τινί, Isocr. 15, 178; S. Emp. adv. log. 1, 131; D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοειδής: -ές, ὁ τῆς αὐτῆς μορφῆς, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, Ἀριστ. Φυσικ. 1. 4, 13, π. Οὐρ. 1. 8, 4., 4, 2, 2, κ. ἀλλ., ἀλλὰ συχν. μετὰ διαφ. γραφ. ὁμοειδής.

French (Bailly abrégé)

ής, έν;
de même apparence, de même espèce.
Étymologie: ὅμοιος, εἶδος.

Greek Monolingual

ὁμοιοειδής, -ές (Α)
ομοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοειδής: одинакового вида, похожий по виду (τινι Isocr.).