ὑδροκηλικός: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydrokilikos
|Transliteration C=ydrokilikos
|Beta Code=u(drokhliko/s
|Beta Code=u(drokhliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suffering from hydrocele]], Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.50.49.2</span>, Gal.14.788. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[for curing hydrocele]], <span class="bibl">Paul.Aeg.6.62</span>.</span>
|Definition=ὑδροκηλική, ὑδροκηλικόν,<br><span class="bld">A</span> [[suffering from hydrocele]], Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.<br><span class="bld">II</span> [[for curing hydrocele]], Paul.Aeg.6.62.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκηλικός Medium diacritics: ὑδροκηλικός Low diacritics: υδροκηλικός Capitals: ΥΔΡΟΚΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrokēlikós Transliteration B: hydrokēlikos Transliteration C: ydrokilikos Beta Code: u(drokhliko/s

English (LSJ)

ὑδροκηλική, ὑδροκηλικόν,
A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.
II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

German (Pape)

[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.