ὑπόλεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπόλεπτος:''' тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий. | |elrutext='''ὑπόλεπτος:''' [[тонковатый]]: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑπό-λεπτος, ον,<br />[[somewhat]] [[fine]], Luc. | |mdlsjtxt=ὑπό-λεπτος, ον,<br />[[somewhat]] [[fine]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.
German (Pape)
[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.
Greek Monolingual
-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὑπόλεπτος: -ον, κάπως λεπτός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλεπτος: тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.