ὑπόλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπόλεπτος:''' тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.
|elrutext='''ὑπόλεπτος:''' [[тонковатый]]: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπό-λεπτος, ον,<br />[[somewhat]] [[fine]], Luc.
|mdlsjtxt=ὑπό-λεπτος, ον,<br />[[somewhat]] [[fine]], Luc.
}}
}}

Revision as of 15:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλεπτος Medium diacritics: ὑπόλεπτος Low diacritics: υπόλεπτος Capitals: ΥΠΟΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: hypóleptos Transliteration B: hypoleptos Transliteration C: ypoleptos Beta Code: u(po/leptos

English (LSJ)

ον, A somewhat thin, ῥόος Aret.SD2.11, cf. Luc.Philops. 34, Ael.NA16.15.

German (Pape)

[Seite 1223] etwas dünn, sein, zart; Philostr. imagg. 2, 29; Luc. Philops. 37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλεπτος: -ον, ὀλίγον τι λεπτός, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12, Λουκ. Φιλοψ. 34, Αἰλ. π. Ζ. 16. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu mince, grêle.
Étymologie: ὑπό, λεπτός.

Greek Monolingual

-ον, Α λεπτός
αυτός που χαρακτηρίζεται από κάποια μορφή λεπτότητας, ο κάπως λεπτός («ἐπιμήκη, σιμόν, πρόχειλον, ὑπόλεπτον τὰ σκέλη», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὑπόλεπτος: -ον, κάπως λεπτός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλεπτος: тонковатый: ὑ. τὰ σκέλη Luc. тонконогий.

Middle Liddell

ὑπό-λεπτος, ον,
somewhat fine, Luc.