ὑπόπλατυς: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υ, Α [[πλατύς]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[πλατύς]], [[εκτεταμένος]] («τὰ ἐν | |mltxt=-υ, Α [[πλατύς]]<br /><b>1.</b> ο [[κάπως]] [[πλατύς]], [[εκτεταμένος]] («τὰ ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρώς]] [[αλμυρός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 24 May 2022
English (LSJ)
υ, A somewhat extended, ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑ. Hp.Coac.410. 2 rather flat, σπέρμα [ἀλύσσου] Dsc.3.91; σχῆμα ὑ. ὁμοίως τοῖς φακοῖς Gal.6.551. II somewhat salt, brackish, Dicaearch.1.27.
German (Pape)
[Seite 1229] υ, etwas breit, flach, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλᾰτυς: υ, ὀλίγον τι πλατύς, κἄπως ἐκτεταμένος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 185, Διοσκ. 3. 105. ΙΙ. ὑφάλμυρος, ὀλίγον ἁλμυρός, Δικαίαρχ. § 26, πρβλ. Wessel. εἰς Ἡρόδ. 2. 108.
Greek Monolingual
-υ, Α πλατύς
1. ο κάπως πλατύς, εκτεταμένος («τὰ ἐν τοῖσι στήθεσι ἐρυθήματα ὑποπλάτεα», Ιπποκρ.)
2. ο ελαφρώς αλμυρός.