ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.). | |elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' [[обрывистый]], [[с высокими кручами]] (πέτραι Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 12:42, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].
Greek Monotonic
ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
Middle Liddell
ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.