μοναστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παυσ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[μοναστήριος]], -ία, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο [[μοναστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>βλ.</b> [[μοναστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μονάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. <i>παυσ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναστήριος Medium diacritics: μοναστήριος Low diacritics: μοναστήριος Capitals: ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: monastḗrios Transliteration B: monastērios Transliteration C: monastirios Beta Code: monasth/rios

English (LSJ)

α, ον, A monastic, οἶκος Men.Prot.p.15 D. II μοναστήριον, τό, hermit's cell, Ph.2.475. 2 monastery, Procop.Arc. 17, al., Just.Nov.3.2, PSI8.933.2 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μοναστήριος, -ία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός
2. το ουδ. ως ουσ.
βλ. μοναστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα -τήριος (πρβλ. παυσ-τήριος)].