κατάκρας: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκρας''': Ἰων. -άκρης, [[βελτίων]] ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε [[ἄκρα]]. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, [[μετὰ]] τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ [[κράτος]]. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.
|lstext='''κατάκρας''': Ἰων. -άκρης, [[βελτίων]] ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε [[ἄκρα]]. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, μετὰ τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ [[κράτος]]. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:40, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκρας Medium diacritics: κατάκρας Low diacritics: κατάκρας Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΣ
Transliteration A: katákras Transliteration B: katakras Transliteration C: katakras Beta Code: kata/kras

English (LSJ)

Ion. κατ-άκρης, A v. ἄκρα.

German (Pape)

[Seite 1356] ion. κατάκρης, d. i. κατ' ἄκρας, wie auch bei Hom. geschrieben wird u. auch in Prosa zu schreiben ist, s. die Beispiele unter ἄκρα, gänzlich, ganz u. gar, heftig, Soph. O. C. 1244, vgl. Ellendt Lex. h. v.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρας: Ἰων. -άκρης, βελτίων ἡ διῃρημένη γραφὴ κατ’ ἄκρας· ἴδε ἄκρα. Ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου μετεχειρίσθησαν καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ πεζοί, μετὰ τῶν ῥημ. αἱρεῖν, πέρθειν, πυρὶ σμύχειν· καὶ ὁ Ρωμ. ποιητὴς alto a culmine·― «κατὰ κεφαλῆς, κατὰ κράτος. σφοδρῶς. καὶ αἰφνιδίως» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

adv.
de fond en comble.
Étymologie: κατά, ἄκρος.

Greek Monolingual

κατάκρας (Α, ιων. τ. κατάκρης)
επίρρ. από την κορυφή ώς τα θεμέλια, εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ἄκρας].

Russian (Dvoretsky)

κατάκρας: ион. κατάκρης, чаще κατ᾽ ἄκρας adv. сильно, весьма Hom., Soph.