ἀλληλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀλληλομάχος:''' ведущий взаимную борьбу (Arst. - v. l. к [[ἀλληλοφάγος]]).
|elrutext='''ἀλληλομάχος:''' [[ведущий взаимную борьбу]] (Arst. - v. l. к [[ἀλληλοφάγος]]).
}}
}}

Latest revision as of 14:05, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 102] Em. für ἀλληλοφάγος, sich gegenseitig verzehrend.

Greek Monolingual

ἀλληλομάχος, -ον (Α)
(συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀλληλομάχοι
αυτοί που μάχονται μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλο- + -μαχος (< μάχομαι).
ΠΑΡ. (μσν., νεοελλ.) αλληλομαχία νεοελλ. αλληλομαχώ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλληλομάχος: ведущий взаимную борьбу (Arst. - v. l. к ἀλληλοφάγος).