κυανοπτέρυξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-[[πτέρυξ]], <i>φοινικο</i>-[[πτέρυξ]])].
|mltxt=[[κυανοπτέρυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πτέρυξ]] ([[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-[[πτέρυξ]], <i>φοινικο</i>-[[πτέρυξ]])].
}}
}}

Revision as of 14:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπτέρυξ Medium diacritics: κυανοπτέρυξ Low diacritics: κυανοπτέρυξ Capitals: ΚΥΑΝΟΠΤΕΡΥΞ
Transliteration A: kyanoptéryx Transliteration B: kyanopteryx Transliteration C: kyanopteryks Beta Code: kuanopte/ruc

English (LSJ)

υγος, ὁ, ἡ, = κυανόπτερος (with blue-black feathers, dark-winged), παῖς Ἀφροδίτας Cerc. 5.2.

Greek Monolingual

κυανοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που έχει μαύρα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτέρυξ (πρβλ. λευκο-πτέρυξ, φοινικο-πτέρυξ)].