νακοδαίμων: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾰκοδαίμων''': ὁ, = τῷ ἑπομ., | |lstext='''νᾰκοδαίμων''': ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως [[κακοδαίμων]], Ἀθήν. 352Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νακοδαίμων]], ὁ (Α)<br />[[νακοδέψης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάκη]] / [[νάκος]] «[[προβιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]], λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει [[λογοπαίγνιο]] με τη λ. [[κακοδαίμων]]. | |mltxt=[[νακοδαίμων]], ὁ (Α)<br />[[νακοδέψης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νάκη]] / [[νάκος]] «[[προβιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]], λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει [[λογοπαίγνιο]] με τη λ. [[κακοδαίμων]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 20 April 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ, = νακοδέψης (currier), with a play on κακοδαίμων, Ath. 8.352b.
German (Pape)
[Seite 228] ονος, mit komischer Anspielung auf κακοδαίμων, Ath. XIII, 359 b.
Greek (Liddell-Scott)
νᾰκοδαίμων: ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κακοδαίμων, Ἀθήν. 352Β.
Greek Monolingual
νακοδαίμων, ὁ (Α)
νακοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «προβιά» + δαίμων, λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο με τη λ. κακοδαίμων.