διάστυλος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
mNo edit summary |
m (Text replacement - "]]r" to "]] r") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[diástilo]], [[que tiene un espacio de tres diámetros entre las columnas]]ref. a templos, Vitr.3.3.1, 4.3.7.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[intercolumnio]], de donde [[dos columnas]] ἡ σορὸς καὶ ὁ περὶ αὐτὴν τόπος σὺν τῷ διαστύλῳ <i>IEphesos</i> 2214.1 (imper.), frec. en dedicatorias τετελειωκότα ... στοᾶς ἀνατολικῆς ... διάστυλα ὀκτώ habiendo terminado del pórtico oriental la parte correspondiente a nueve columnas</i>, <i>MAMA</i> 8.498.15 (Afrodisias II d.C.), διάστυλα μαρμάρινα <i>Ath.Mitt</i>.35.1910.446, cf. 27.1902.93 (ambas Pérgamo, imper.), τὸ πρῶτον καὶ τρίτον δ. ἐποίησεν hizo el primer y segundo intercolumnios, e.d. las tres primeras columnas</i>, <i>IAphrodisias</i> 2.10.6 (III/IV d.C.), cf. <i>IEphesos</i> 445.10, 444.10, 2076, 2080 (todas imper.).<br /><b class="num">3</b> plu. τὰ διάστυλα [[columnata]], [[balaustrada]] que separa el altar mayor de la nave en la iglesia crist. <i>IChCr</i>.48 (VII d.C.). | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[diástilo]], [[que tiene un espacio de tres diámetros entre las columnas]] ref. a templos, Vitr.3.3.1, 4.3.7.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ δ. [[intercolumnio]], de donde [[dos columnas]] ἡ σορὸς καὶ ὁ περὶ αὐτὴν τόπος σὺν τῷ διαστύλῳ <i>IEphesos</i> 2214.1 (imper.), frec. en dedicatorias τετελειωκότα ... στοᾶς ἀνατολικῆς ... διάστυλα ὀκτώ habiendo terminado del pórtico oriental la parte correspondiente a nueve columnas</i>, <i>MAMA</i> 8.498.15 (Afrodisias II d.C.), διάστυλα μαρμάρινα <i>Ath.Mitt</i>.35.1910.446, cf. 27.1902.93 (ambas Pérgamo, imper.), τὸ πρῶτον καὶ τρίτον δ. ἐποίησεν hizo el primer y segundo intercolumnios, e.d. las tres primeras columnas</i>, <i>IAphrodisias</i> 2.10.6 (III/IV d.C.), cf. <i>IEphesos</i> 445.10, 444.10, 2076, 2080 (todas imper.).<br /><b class="num">3</b> plu. τὰ διάστυλα [[columnata]], [[balaustrada]] que separa el altar mayor de la nave en la iglesia crist. <i>IChCr</i>.48 (VII d.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η -ο (AM [[διάστυλος]], -ον)<br />«[[διάστυλος]] [[ναός]]» — [[ναός]] στον οποίο η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] δύο κιόνων [[είναι]] τριπλάσια από τη διάμετρο του κίονα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κιγκλίδωμα]] που χώριζε τον [[κυρίως]] ναό από το Άγιο Βήμα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[διαστύλιον]]. | |mltxt=-η -ο (AM [[διάστυλος]], -ον)<br />«[[διάστυλος]] [[ναός]]» — [[ναός]] στον οποίο η [[απόσταση]] [[μεταξύ]] δύο κιόνων [[είναι]] τριπλάσια από τη διάμετρο του κίονα<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[κιγκλίδωμα]] που χώριζε τον [[κυρίως]] ναό από το Άγιο Βήμα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[διαστύλιον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 7 August 2021
English (LSJ)
ον, A diastyle, i. e. having a space of three diameters between the columns, Vitr.3.3.1. II διάστυλον, τό, = διαστύλιον (space between the columns, intercolumnium) 1, IG4.1484.63 (Epid.), Ephes.2.76,al.
Greek (Liddell-Scott)
διάστῡλος: -ον, (ναὸς) οὗ τὰ μεταξὺ τῶν κιόνων διαστήματα, τὰ μετακιόνια, ἀπέχουσιν ἀλλήλων τρεῖς διαμέτρους τοῦ κίονος, πρβλ. εὔστυλος, σύστυλος, ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 2.
Spanish (DGE)
-ον
1 diástilo, que tiene un espacio de tres diámetros entre las columnas ref. a templos, Vitr.3.3.1, 4.3.7.
2 subst. τὸ δ. intercolumnio, de donde dos columnas ἡ σορὸς καὶ ὁ περὶ αὐτὴν τόπος σὺν τῷ διαστύλῳ IEphesos 2214.1 (imper.), frec. en dedicatorias τετελειωκότα ... στοᾶς ἀνατολικῆς ... διάστυλα ὀκτώ habiendo terminado del pórtico oriental la parte correspondiente a nueve columnas, MAMA 8.498.15 (Afrodisias II d.C.), διάστυλα μαρμάρινα Ath.Mitt.35.1910.446, cf. 27.1902.93 (ambas Pérgamo, imper.), τὸ πρῶτον καὶ τρίτον δ. ἐποίησεν hizo el primer y segundo intercolumnios, e.d. las tres primeras columnas, IAphrodisias 2.10.6 (III/IV d.C.), cf. IEphesos 445.10, 444.10, 2076, 2080 (todas imper.).
3 plu. τὰ διάστυλα columnata, balaustrada que separa el altar mayor de la nave en la iglesia crist. IChCr.48 (VII d.C.).
Greek Monolingual
-η -ο (AM διάστυλος, -ον)
«διάστυλος ναός» — ναός στον οποίο η απόσταση μεταξύ δύο κιόνων είναι τριπλάσια από τη διάμετρο του κίονα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κιγκλίδωμα που χώριζε τον κυρίως ναό από το Άγιο Βήμα
αρχ.
το διαστύλιον.