νουθετησμός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νουθετησμός:''' ὁ Men. = [[νουθέτησις]].
|elrutext='''νουθετησμός:''' ὁ Men. = [[νουθέτησις]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, Conj. für [[νουθετισμός]].
}}
}}

Latest revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετησμός Medium diacritics: νουθετησμός Low diacritics: νουθετησμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetēsmós Transliteration B: nouthetēsmos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqethsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = νουθέτησις (admonition, warning), Men. 1042, censured by Poll. 9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.

German (Pape)

ὁ, Conj. für νουθετισμός.