εἰκαιότης: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰκαιότης]], η (Α) [[εικαῑος]]<br />η είκαιοσύνη.
|mltxt=[[εἰκαιότης]], η (Α) [[εικαῖος]]<br />η είκαιοσύνη.
}}
}}

Revision as of 08:45, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκαιότης Medium diacritics: εἰκαιότης Low diacritics: εικαιότης Capitals: ΕΙΚΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: eikaiótēs Transliteration B: eikaiotēs Transliteration C: eikaiotis Beta Code: ei)kaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, = εἰκαιοσύνη (thoughtlessness), Phld. Rh. 1.190 S., Vit. p. 29 J., Ph. 1.193, DL. 7.48.

German (Pape)

[Seite 726] ητος, ἡ, dasselbe, Sp., neben ἀκοσμία, D. L. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαιότης: -ητος, ἡ, = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 48, Vol. Herc. Oxon. 2. 9.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 irreflexión, insensatez προπέτεια <δ'>, ἀνεπιστρεψία, εἰ. Com.Adesp.1050, πᾶσαν εἰκαιότητα διαφεύγειν Phld.Rh.1.190, cf. Vit.16.33, Ph.1.193, εἰς ἀκοσμίαν καὶ εἰκαιότητα τρέπεσθαι τοὺς ἀγυμνάστους D.L.7.48, cf. M.Ant.2.5, τῆς ... κοινῆς εἰκαιότητος ... ἀπέχεσθαι Ep.Diog.4.6.
2 arbitrariedadἀκαταστασία τῆς βασιλείας καὶ ἡ εἰ. τῶν προσεστώτων αὐτῆς Plb.31.8.6.

Greek Monolingual

εἰκαιότης, η (Α) εικαῖος
η είκαιοσύνη.