ἀνεπιστρεψία
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ἡ, want of regard, heedlessness, Arr.Epict.2.1.14.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de atención, desdén πρὸς δὲ τὸ περὶ αὐτοῦ δόγμα τὴν ἀνεπιστρεψίαν (oponemos) a nuestro parecer sobre aquélla (la muerte) el desinterés Arr.Epict.2.1.14, προπέτεια <δ'>, ἀνεπιστρεψία, εἰκαιότης Anon. en CGFP 318
•falta de ejercicio o práctica παρὰ ... ἀνεπιστρεψίαν PSI 152.2.13 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 225] ἡ, Nichtbeachtung, Verachtung, Arr.; Ol. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστρεψία: ἡ, ἔλλειψις προσοχῆς ἢ ἐνδιαφέροντος πρός τινα, ἀδιαφορία, ὀλιγωρία, πρὸς δὲ το περὶ αὐτοῦ [τοῦ θανάτου] δόγμα, τὴν ἀνεπιστρεψίαν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 14, Κλήμ. Ἀλ. 840.