εἰκαιότης
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = εἰκαιοσύνη (thoughtlessness), Phld. Rh. 1.190 S., Vit. p. 29 J., Ph. 1.193, DL. 7.48.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 irreflexión, insensatez προπέτεια <δ'>, ἀνεπιστρεψία, εἰ. Com.Adesp.1050, πᾶσαν εἰκαιότητα διαφεύγειν Phld.Rh.1.190, cf. Vit.16.33, Ph.1.193, εἰς ἀκοσμίαν καὶ εἰκαιότητα τρέπεσθαι τοὺς ἀγυμνάστους D.L.7.48, cf. M.Ant.2.5, τῆς ... κοινῆς εἰκαιότητος ... ἀπέχεσθαι Ep.Diog.4.6.
2 arbitrariedad ἡ ἀκαταστασία τῆς βασιλείας καὶ ἡ εἰ. τῶν προσεστώτων αὐτῆς Plb.31.8.6.
German (Pape)
[Seite 726] ητος, ἡ, dasselbe, Sp., neben ἀκοσμία, D. L. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιότης: -ητος, ἡ, = τῷ προηγ., Διογ. Λ. 7. 48, Vol. Herc. Oxon. 2. 9.