θυλακίτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thylakitis
|Transliteration C=thylakitis
|Beta Code=qulaki/ths
|Beta Code=qulaki/ths
|Definition=ου, ὁ, = [[θυλακόβολον]] ([[verrutum]], [[verutum]], [[dart]], [[javelin]]), only fem. [[θυλακῖτις]] [[μήκων]] the [[common]] [[poppy]] (cf. [[θυλακίς]]), Dsc. 4.64 ; θ. [[νάρδος]], = [[ὀρεινὴ]] ν., Id. 1.9.
|Definition=θυλακίτου, ὁ, = [[θυλακόβολον]] ([[verrutum]], [[verutum]], [[dart]], [[javelin]]), only fem. [[θυλακῖτις]] [[μήκων]] the [[common]] [[poppy]] (cf. [[θυλακίς]]), Dsc. 4.64 ; θ. [[νάρδος]], = [[ὀρεινὴ]] ν., Id. 1.9.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλακίτης Medium diacritics: θυλακίτης Low diacritics: θυλακίτης Capitals: ΘΥΛΑΚΙΤΗΣ
Transliteration A: thylakítēs Transliteration B: thylakitēs Transliteration C: thylakitis Beta Code: qulaki/ths

English (LSJ)

θυλακίτου, ὁ, = θυλακόβολον (verrutum, verutum, dart, javelin), only fem. θυλακῖτις μήκων the common poppy (cf. θυλακίς), Dsc. 4.64 ; θ. νάρδος, = ὀρεινὴ ν., Id. 1.9.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ.· - θηλ., θυλακῑτης μήκων, ἡ κοινὴ παπαροῦνα (πρβλ. θυλακίς), Διοσκ. 4. 65· θ. νάρδος, ἡ ἀγρία, 1. 8.

Greek Monolingual

θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) θύλακος
(μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» — η κοινή παπαρούνα
β) «θυλακῑτις νάρδος» — η άγρια νάρδος.