κάστανος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάστανος]], ἡ (Α)<br /> <b>1.</b> η [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κάστανοι</i><br /> τα [[κάστανα]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κάστανον]] αναλογικά [[προς]] άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -<i>ος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φηγ</i>-<i>ός</i>)].
|mltxt=[[κάστανος]], ἡ (Α)<br /> <b>1.</b> η [[καστανιά]]<br /> <b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κάστανοι</i><br /> τα [[κάστανα]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[κάστανον]] αναλογικά [[προς]] άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -<i>ος</i> ([[πρβλ]]. <i>φηγ</i>-<i>ός</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάστανος Medium diacritics: κάστανος Low diacritics: κάστανος Capitals: ΚΑΣΤΑΝΟΣ
Transliteration A: kástanos Transliteration B: kastanos Transliteration C: kastanos Beta Code: ka/stanos

English (LSJ)

v. κάστανα.

Greek (Liddell-Scott)

κάστᾰνος: ἡ, «καστανέα», «καστανιά», τὸ δένδρον, Ἡσύχ. ἐν λ. κάρυα.

Greek Monolingual

κάστανος, ἡ (Α)
1. η καστανιά
2. στον πληθ. αἱ κάστανοι
τα κάστανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κάστανον αναλογικά προς άλλα θηλ. ον. δένδρων σε -ος (πρβλ. φηγ-ός)].