κατάρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kata/rutos
|Beta Code=kata/rutos
|Definition=ον, = [[κατάρρυτος]].
|Definition=ον, = [[κατάρρυτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρῠτος:''' Eur. = [[κατάρρυτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάρῠτος:''' -ον, ποιητ. αντί [[κατάρρυτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατάρῠτος:''' -ον, ποιητ. αντί [[κατάρρυτος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρῠτος:''' Eur. = [[κατάρρυτος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατάρῠτος, ον poet. for [[κατάρρυτος]], Eur.]
|mdlsjtxt=κατάρῠτος, ον poet. for [[κατάρρυτος]], Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρυτος Medium diacritics: κατάρυτος Low diacritics: κατάρυτος Capitals: ΚΑΤΑΡΥΤΟΣ
Transliteration A: katárytos Transliteration B: katarytos Transliteration C: katarytos Beta Code: kata/rutos

English (LSJ)

ον, = κατάρρυτος.

Russian (Dvoretsky)

κατάρῠτος: Eur. = κατάρρυτος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρῠτος: ον = κατάρρυτος, Εὐρ. ἐν Τρῳ 1067.

Greek Monolingual

κατάρυτος, -ον (Α)
βλ. κατάρρυτος.

Greek Monotonic

κατάρῠτος: -ον, ποιητ. αντί κατάρρυτος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κατάρῠτος, ον poet. for κατάρρυτος, Eur.]