μαχατάς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μαχατάς | |sltr=<b>μαχατάς</b> [[warrior]] καὶ μὰν ἁ [[Σαλαμίς]] γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν [[δυνατός]] (N. 2.13) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον (I. 7.31) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:30, 3 September 2022
English (LSJ)
Doric for μαχητής.
English (Slater)
μαχατάς warrior καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.13) δουρὶ Περικλυμένου πρὶν νῶτα τυπέντα μαχατὰν θυμὸν αἰσχυνθῆμεν (N. 9.26) μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον (I. 7.31)
Greek Monolingual
μαχατάς, ὁ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μαχητής.
Greek Monotonic
μᾰχᾱτάς: Δωρ. αντί μαχητής.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχᾱτάς: οῦ (τᾱ) adj. m дор. = μαχητής I.